ἀλεκτρύαινα

From LSJ
Revision as of 14:00, 22 September 2022 by Spiros (talk | contribs)

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλεκτρύαινα Medium diacritics: ἀλεκτρύαινα Low diacritics: αλεκτρύαινα Capitals: ΑΛΕΚΤΡΥΑΙΝΑ
Transliteration A: alektrýaina Transliteration B: alektryaina Transliteration C: alektryaina Beta Code: a)lektru/aina

English (LSJ)

ἡ, fem. of ἀλεκτρυών, a hen, coined by Ar.Nu.666.

German (Pape)

[Seite 92] ἡ, Hähnin, kom. W., nach λέαινα gebildet von Ar. Nub. 656.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλεκτρύαινα: ἡ, ἴδε ἐν λ. ἀλεκτορίς.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
poule.
Étymologie: ἀλεκτρυών.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
gallina palabra creada por Aristófanes, Ar.Nu.666.

Greek Monolingual

ἀλεκτρύαινα, η (Α)
θηλ. του ἀλεκτρυών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλάστηκε από τον Αριστοφάνη (Νεφέλες) αναλογικά προς το λέαινα.

Greek Monotonic

ἀλεκτρύαινα: ἡ, όρνιθα, κότα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλεκτρύαινα: (ᾰλ) ἡ шутл. (по аналогии с λέαινα и т. п.) курица Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλεκτρύαινα -ας, ἡ, kom. verzonnen vrouwelijke variant van ἀλεκτρυών hanin.