συκώτι

From LSJ
Revision as of 19:35, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source

Greek Monolingual

και σκώτι και σηκώτι και σκότι, το, Ν
1. το ήπαρ
2. φρ. α) «μού 'πρήξε το συκώτι»
i) με στενοχώρησε πολύ
ii) με κούρασε με την πολυλογία του
β) «θα σού φάω το συκώτι» — θα σέ εκδικηθώ πολύ σκληρά
γ) «έβγαλε τα συκώτια του» — είχε ακατάσχετο εμετό
δ) «δεν χαλάω το συκώτι μου» — δεν στενοχωριέμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ήπαρ].