συμπλεκής
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
English (LSJ)
ές, entwined, entangled, Nonn.D.3.27, al.
German (Pape)
[Seite 988] ές, verflochten, verbunden, Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
συμπλεκής: -ές, ὁ συμπεπλεγμένος, «ἐμπερδευμένος», Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 6. 38.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
μπλεγμένος, μπερδεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -πλεκής (< πλέκος, το «πλέγμα»), πρβλ. αμφι-πλεκής].