συμπιεστής

From LSJ
Revision as of 19:45, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241

Greek Monolingual

ο, Ν
1. φυσ. διάταξη που περιλαμβάνεται στο σύστημα ψύξης της καρδιάς ενός πυρηνικού αντιδραστήρα πεπιεσμένου νερού και της οποίας ο ρόλος είναι να διατηρεί το κύκλωμα υπό πίεση πρακτικά σταθερή
2. τεχνολ. μηχάνημα που αυξάνει την πίεση ενός αερίου μειώνοντας τον όγκο που του προσφέρεται, αλλ. συμπιεστήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπιέζω. Η λ. αποτελεί απόδοση του γαλλ. pressuriseur].