διασώχω
From LSJ
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
English (LSJ)
rub to pieces, Nic.Th.696 (tm.).
Spanish (DGE)
triturar, desmenuzar (tm.) σῶχε διὰ κνήστι σκελετὸν δάκος Nic.Th.696, cf. Sch.Nic.Th.695b.
German (Pape)
[Seite 605] zerreiben, Nic. Th. 696.
Greek (Liddell-Scott)
διασώχω: διὰ τῆς τριβῆς κατατρίβω τι, εἰς τρίμματα μεταβάλλω, Νίκ. Θ. 696.