Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αἰσχυντηρός

From LSJ
Revision as of 12:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück

Menander, Monostichoi, 124
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσχυντηρός Medium diacritics: αἰσχυντηρός Low diacritics: αισχυντηρός Capitals: ΑΙΣΧΥΝΤΗΡΟΣ
Transliteration A: aischyntērós Transliteration B: aischyntēros Transliteration C: aischyntiros Beta Code: ai)sxunthro/s

English (LSJ)

ά, όν, = αἰσχυντηλός, in Comp., Pl.Grg.487b.

Spanish (DGE)

-ά, -όν
pudoroso, púdico, γυνή LXX Si.26.15, cf. Herm.Mand.6.2, Moer.α 55.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχυντηρός: αἰσχυντηλὸς ἐν τῷ συγκρ., πρβλ. Πλάτ. Γόργ. 487Β (ὑπάρχει ἀμφιβολία περὶ τοῦ τίς εἶναι ὁ Ἀττικώτερος τύπος Πίερσ. εἰς Μοῖριν, σ. 27).

Greek Monolingual

-ά, -όν (Α)
ο αισχυντηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρημ. επίθ. αἰσχυντὸς < αἰσχύνω].

Greek Monotonic

αἰσχυντηρός: -ά, -όν = αἰσχυντηλός, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

αἰσχυντηρός: Plat. = αἰσχυντηλός.

Middle Liddell

= αἰσχυντηλός, Plat.]