ἀλάλυγξ

From LSJ
Revision as of 12:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλάλυγξ Medium diacritics: ἀλάλυγξ Low diacritics: αλάλυγξ Capitals: ΑΛΑΛΥΓΞ
Transliteration A: alálynx Transliteration B: alalynx Transliteration C: alalygks Beta Code: a)la/lugc

English (LSJ)

[ᾰλᾰ], υγγος, ἡ, = λυγμός, gulping, choking, Nic.Al.18, cf. AB374.

Spanish (DGE)

-υγγος, ἡ
• Prosodia: [ᾰλᾰ-]
ahogo Nic.Al.18, cf. AB 374.
• Etimología: Cf. λύγξ y ἀλαλή.

German (Pape)

[Seite 89] υγγος, ἡ, bei Nic. Al. 18 Schlucken, = λυγμός, nach B. A. 374 Angst (πνιγμός, ἀπορία).

Greek (Liddell-Scott)

ἀλάλυγξ: υγγος, ἡ, λυγμός, πνιγμός, Νικ. Ἀλεξιφ. 18.

Greek Monolingual

ἀλάλυγξ (-υγγος), η (Α)
λυγμός, πνιγμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός με β΄ συνθ. τα ουσ. λύγξ «λόξυγγας». Το α’ συνθ. της λ. είναι άγνωστο. Πιθανόν να συνδέεται με το ἀλαλὰ ή να έχει σχέση με το ρ. ἀλῶμαι «περιφέρομαι» ή ἀλύω «είμαι ανήσυχος, ταραγμένος»].

Frisk Etymological English

-υγγος
Grammatical information: f.
Meaning: gulping (Nic. Al. 18).
Origin: Onom. [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: One suggests contamination of λύγξ (hiccup) and another word, like ἀλύω und ἀλάομαι; not very convincing. Does it contain ἀλαλά? Rather a primary formation (with the Pre-Greek element -υ(γ)κ-)?

Frisk Etymology German

ἀλάλυγξ: -υγγος
{alálugks}
Grammar: f.
Meaning: etwa Schlucken, Schluchzen (Nik. Al. 18).
Etymology: Expressive Kontamination von λύγξ Schlucken und einem anderen Wort, vgl. die Bildungen s. ἀλύω und ἀλάομαι.
Page 1,63