ἀκίνδυνος
εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages
English (LSJ)
ον, A free from danger, ἔστι καὶ σιγᾶς ἀκίνδυνον γέρας = silence too brings a danger-free reward Simon.66; βίος Id.36, cf. E.IA17, Th.1.124; πυρετοί Hp.Aph.7.63; ἀρεταὶ ἀκίνδυνοι = virtues that court no danger, i.e. cheap virtues, easy virtues, Pi.O.6.9, cf. Th.3.40; ἀκίνδυνον αὐτοῖς εἶναι τὸν ἀγῶνα = for them the case involves no risk Hyp. Lyc.8: c. gen., guaranteed against risk, ἀκίνδυνος παντὸς κινδύνου IG12(7).67 (Amorgos), PTeb.105.18 (ii B. C.). II Adv. ἀκινδύνως E.Rh. 588, Antipho 2.4.7, etc.; ἡ ἀ. δουλεία Th.6.80; τὸ ἀκινδύνως ἀπελθεῖν αὐτούς = their departure without danger to us, Id.7.68: Comp. ἀκινδυνότερον = with less danger, Pl.Phd.85d: Sup. ἀκινδυνότατα, ζῆν X.Mem.2.8.6.
Spanish (DGE)
(ἀκίνδῡνος) -ον
I 1libre de riesgos, libre de peligro, seguro, βίος Simon.18, E.IA 17, αἰών Pi.P.4.186, βίον ἀκινδυνότερον Pl.Phd.85d, ἀφ' ἡσυχίας δὲ μὴ πολεμῆσαι οὐχ ὁμοίως ἀκίνδυνον Th.1.124, ἐκ τοῦ ἀκινδύνου ἀνδραγαθίζεσθαι hacer de hombres buenos desde una situación sin peligros Th.3.40, ἀκίνδυνοι ἀρεταί virtudes sin dificultades o peligros, fáciles, cómodas Pi.O.6.9, ἐθισμοί Arist.EN 1119a27, ἀγών D.20.144, Hyp.Lyc.8, δίκη ἀ. Is.3.46, ταῦτα ἀκίνδυνα ἑώρων D.18.97
•subst. τὸ ἀ. seguridad νομίζων ἐκ τοῦ ἀ. τοῦτο ξυμβαίνειν Th.5.16, ἐν ἀκινδύνῳ εἶναι estar seguro, fuera de peligro X.Hier.2.10
•compar. neutr. como adv. ἀκινδυνότερον ἂν μειγνύοιμεν Pl.Phlb.61d.
2 en documentos oficiales exento de riesgos, garantizado, asegurado ἅπαν τὸ μίσθωμα ID 503.27 (IV/III a.C.), πυροί PPetr.3.74a.3 (III a.C.), φόρον ἀνυπόλογον ἀκίνδυνον (sic) ILabr.50.7 (II a.C.), cf. BGU 2042.11 (II d.C.), PMil.Vogl.220.21 (II d.C.)
•c. gen. ἀ. παντὸς κινδύνου garantizado, asegurado contra todo riesgo, IG 12(7).67.39 (Arcesine IV/III a.C.), PTeb.105.18 (II a.C.), POxy.101.20, ἀκίνδυνα τὰ ... ἀπότακτα ἅπαντος κινδύνου POxy.2676.20 (ambos II d.C.).
II no peligroso, inofensivo πυρετοί Hp.Aph.7.63, ἔπος Pi.P.2.66.
III adv. -ως sin peligros, con seguridad, cómodamente κτανεῖν E.Rh.588, αἱρεῖσθε τὴν ἀ. δουλείαν Th.6.80, τὸν βίον ἀ. διάγειν Lys.31.7, διάγειν Arist.Pol.1295b33, ἔσεσθαι Lys.2.45, ψεύδεσθαι Lys.7.38, ἀπελθεῖν Th.7.68, μαρτυρεῖν D.34.19, σεσῶσθαι D.20.53.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκίνδῡνος: -ον, ἄνευ κινδύνου, ἀπηλλαγμένος κινδ., Σιμων. 51. 107, Εὐρ. Ι. Α. 17, Θουκ. 1.124· πυρετοί, Ἱππ. Ἀφ. 1260· ἀρεταὶ ἀκίνδ., αἵτινες δὲν ἐκθέτουσι τὸν ἄνθρωπον εἰς κίνδυνον, ὅ ἐ. εὔκολοι, Πινδ. Ο. 6. 14· πρβλ. Θουκ. 3. 40· ἀκ. εἶναί τινι τὸν ἀγῶνα, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 8.12· ἀκ. γέρας, ἐπὶ σιγῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 6308. ΙΙ. ἐπίρρ. -νως, Εὐρ. Ρῆς. 584. Ἀντιφῶν 120. 3, κτλ., ἡ ἀκ. δουλεία, Θουκ. 6. 80· τὸ ἀκ. ἀπελθεῖν αὐτούς, ἡ ἄνευ κινδύνου εἰς ἡμᾶς ἀναχώρησις αὐτῶν, ὁ αὐτ. 7. 68. ― Συγκρ. ἀκινδυνότερον, μετ’ ὀλιγωτέρου κινδύνου, Πλάτ. Φαίδων 85D· ― ὑπερθ. ἀκινδυνότατα ζῆν, Ξεν. Ἀπομ. 2. 8, 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non dangereux, sans péril ; ἐν ἀκινδύνῳ XÉN à l'abri du danger.
Étymologie: ἀ, κίνδυνος.
English (Slater)
ᾰκίνδῡνος, -ον involving no danger ἀκίνδυνοι δἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι (O. 6.9) βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι ἀκίνδυνον ἐμοὶ ἔπος παρέχοντι i. e. with no danger of my being disbelieved (P. 2.66) τὰν ἀκίνδυνον παρὰ ματρὶ μένειν αἰῶνα πέσσοντ (P. 4.186)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκίνδυνος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν προκαλεί κινδύνους, δεν εκθέτει σε κινδύνους
«ακίνδυνος άνθρωπος», «ακίνδυνη επιχείρηση», «ἀκίνδυνος βίος» (Ευρ.), «ἀκίνδυνοι ἀρεταὶ» (Πίνδ.), «ἀκίνδυνοι πυρετοὶ» (Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κίνδυνος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκινδυνότης, ἀκινδυνώδης.
ΣΥΝΘ. μσν. ἀκινδυνόφρων.
Greek Monotonic
ἀκίνδῡνος: -ον, I. ακίνδυνος, ασφαλής, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.
II. επίρρ. -νως, σε Ευρ. κ.λπ.· συγκρ. ἀκινδυνότερον, με λιγότερο κίνδυνο, σε Πλάτ.· υπερθ. ἀκινδυνότατα, τά, απόλυτα ελεύθερα από τον κίνδυνο, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀκίνδῡνος:
1) не подвергающийся опасности (αἰών Pind.; βίος Eur.): ἐκ τοῦ ἀκινδύνου Thuc. и ἐν ἀκινδύνῳ Xen. в безопасности;
2) неопасный, безопасный (ὁδός, νόσος Plut.).
Middle Liddell
I. without danger, free from danger, Eur., Thuc., etc.
II. adv. -νως, Eur., etc.: comp., ἀκινδυνότερον with less danger, Plat.; Sup., ἀκινδυνότατα most free from danger, Xen.