ἀνεύρυσμα

From LSJ
Revision as of 13:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεύρυσμα Medium diacritics: ἀνεύρυσμα Low diacritics: ανεύρυσμα Capitals: ΑΝΕΥΡΥΣΜΑ
Transliteration A: aneúrysma Transliteration B: aneurysma Transliteration C: aneyrysma Beta Code: a)neu/rusma

English (LSJ)

ατος, τό, aneurism, Ruf. ap.Aët.14.51, Antyll. ap. Orib.45.24.1, Gal.7.725, 10.335.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
medic. aneurisma ἀρτηρίας δ' ἀναστομωθείσης τὸ πάθος ἀνεύρυσμα καλεῖται Gal.7.725, cf. 10.335, Antyll. en Orib.45.24.1, Ps.Apul.Herb.117.8 apéndice, Veg.Mul.2.30.1, Paul.Aeg.6.38.

German (Pape)

[Seite 227] τό, die Erweiterung, bes. Schlagadergeschwulst, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεύρυσμα: -ατος, τό, πλάτυνσις, κυρίως οἴδημα ἀρτηρίας, Γαλην. 10. 355, κτλ., ἴδε Daremberg Ὀρειβάσ. 4. 660˙ «εὐαφῆ ὄγκον καὶ τοῖς δακτύλοις ὑπείκοντα, ἐξ αἵματός τε καὶ πνεύματος γένεσιν ἔχοντα» Παῦλ. Αἰγ. 6. 37, σ. 188.

Greek Monolingual

το (AM ἀνεύρυσμα)
διεύρυνση, διάταση του τοιχώματος των αιμοφόρων αγγείων και της καρδιάς.