ἀπαρακολούθητος

From LSJ
Revision as of 13:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαρᾰκολούθητος Medium diacritics: ἀπαρακολούθητος Low diacritics: απαρακολούθητος Capitals: ΑΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΤΟΣ
Transliteration A: aparakoloúthētos Transliteration B: aparakolouthētos Transliteration C: aparakoloythitos Beta Code: a)parakolou/qhtos

English (LSJ)

ον, A not to be reached or attained, Tz.adLyc. 5. II Adv. -τως inconsequently, M.Ant.2.16, Plot.4.3.28.

Spanish (DGE)

-ον
I 1incomprensible (βοή) Tz.ad Lyc.5.
2 de pers. incapaz de seguir con el pensamiento, que no se entera οὐκ ἐκστατικοῦ ἀνδρὸς οὐδὲ ἀ., ἀλλὰ ἐρρωμένην ἔχοντος τὴν διάνοιαν Epiph.Const.Haer.48.6 (p.228.7), οἱ ἀ. los que no se enteran, los bobos Epiph.Const.Haer.51.4 (p.252.18).
II adv. -ως
1 inconsecuentemente c. dat. κἂν μὴ τέλεον ἐξιστώμεθα καὶ ἀ. ἔχωμεν ἑαυτοῖς, ἀλλὰ δοκῶμεν παρακολουθεῖν οἷς λέγομεν Origenes Io.28.20 (p.414.23).
2 abs. inconscientemente ποιεῖν M.Ant.5.6, cf. 2.16, Plot.4.3.28.

German (Pape)

[Seite 279] 1) dem man nicht folgen kann, unbegreiflich, Schol. Il. 11, 245. – 2) inconsequent, adv., M. Anton. 2, 16. 5, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαρακολούθητος: -ον, ἀκατάληπτος, ἀκατανόητος, Τζέτζ., Λυκ. 5. ΙΙ. ἀλόγιστος, ἀπρονόητος, προπετής, Βασ. τ. 1. σ. 508Ε: ― Ἐπίρρ. -τως, ἐσπευσμένως, ἀσκέπτως, Μ. Ἀντων. 2.16· οὕτως, ἀπαρακολουθησία, ἡ, προπέτεια, Βασιλ. τ. 1. σ. 406D.

Greek Monolingual

ἀπαρακολούθητος, -ον (AM)
μσν.
1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον παρακολουθήσει, ο ακατανόητος
2. όποιος δεν προνοεί για κάτι
αρχ.
(επίρρ., -τως) απερίσκεπτα.