ἐγκαινισμός

From LSJ
Revision as of 15:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκαινισμός Medium diacritics: ἐγκαινισμός Low diacritics: εγκαινισμός Capitals: ΕΓΚΑΙΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: enkainismós Transliteration B: enkainismos Transliteration C: egkainismos Beta Code: e)gkainismo/s

English (LSJ)

ὁ, = ἐγκαίνισις (consecration), ib. 1 Ma. 4.56 (v.l. ἐγκαινιασμός), Nu. 7.10, al.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 renovación ἓν γάρ ἐστι τὸ βάπτισμα καὶ εἷς ὁ ἐ. Epiph.Const.Haer.59.2.3, cf. 59.2.5, Basil.M.31.1488A.
2 en relig. jud.- crist. consagración c. gen. τοῦ θυσιαστηρίου LXX Nu.7.10, 11, 84, 1Ma.4.56, 59, τοῦ βωμοῦ LXX 2Ma.2.19, Ath.Al.M.28.304C, τοῦ ἱεροῦ τοῦ κυρίου LXX 1Es.7.7, cf. Ps.29.tít., Gr.Nyss.Pss.88.16, Basil.M.29.305C, (πάντες) ἐποίησαν τὰ ἐγκαίνια, καὶ προσήνεγκαν εἰς τὸν ἐγκαινισμόν Ath.Al.Apol.Const.18
dedicación τῆς εἰκόνος LXX Da.3.2, 3.3θ.
3 fig. inauguración ὁδοῦ del «camino» abierto por Jesucristo, Thdt.M.82.752A, cf. Chrys.M.63.139.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαινισμός: ὁ, καθιέρωσις, Ἑβδ. (1 Μακκ. δ΄, 56, πρβλ. ἐγκαίνιαὡσαύτως, ἐγκαίνισις, ἡ, καὶ ἐγκαίνισμα, τό, Ἑβδ. ΙΙ. πνευματικὴ ἀναγέννησις, Βασίλ.

Greek Monolingual

ἐγκαινισμός, ο (AM)
ανακαίνιση, ανανέωση.