ἐξάρτησις
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
English (LSJ)
εως, ἡ, A attachment of parts of the body one to another, νεύρων Hp.Fract.37; ἡ τῶν ἐμβρύων ἐξάρτησις Arist.HA511a33; τὴν ἐξάρτησιν ἔχειν ἔκ τινος ib.519b9; τινί ib.497a19. II suspension of a weight, μολύβδου Sor.1.72.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Morfología: [jón. gen. -ιος Hp.Fract.37, Aret.SA 1.10.2]
I concr., anat. juntura, punto de unión o sujeción τῶν νεύρων Hp.l.c., Gal.18(2).623, ἡ κύστις κεῖται, τὴν μὲν ἐξάρτησιν ἔχουσα ... τοῖς ... πόροις Arist.HA 497a19, cf. 519b9, ἡ δ' ἐ. ἡ πρὸς τὴν κοιλίαν Arist.HA 509b11.
II abstr.
1 c. gen. obj. acción de colgar, suspensión τοῦ μολύβδου Sor.2.2.55, τῶν βαρῶν Theo Sm.65, τῆς σπάθης ἡ ἐν τῷ ὀργάνῳ ἐ. Orib.49.24.7
•crist. colgamiento ref. la crucifixión de Cristo A.Io.101.13.
2 acción de estar suspendido, elevación ὑπὸ ... τῆς ἐξαρτήσιος ἀποτέταται ἡ ὀδύνη ref. la pleura, Aret.l.c.
German (Pape)
[Seite 873] ἡ, das Daranhängen, der Zusammenhang, τῶν ἐμβρύων ἐξ αὐτῆς ἐστι τῆς ὑστέρας Arist. H. A. 3, 1; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάρτησις: -εως, ἡ, ἡ συνοχὴ τῶν μερῶν τοῦ σώματος πρὸς ἄλληλα. νεύρων Ἱππ. π. Ἀγμ. 776· ἡ τῶν ἐμβρύων ἐξ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 31· τὴν ἐξ. ἔχειν ἔκ τινος αὐτόθι 3. 14· τινι αὐτόθι 1. 17, 17.
Russian (Dvoretsky)
ἐξάρτησις: εως ἡ связь, соприкосновение, соединение (πρός τι Arst.): τὴν ἐξάρτησιν ἔχειν τινί и ἔκ τινος Arst. быть соединенным с чем-л.