ἐξαγορεία

From LSJ
Revision as of 16:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰγορεία Medium diacritics: ἐξαγορεία Low diacritics: εξαγορεία Capitals: ΕΞΑΓΟΡΕΙΑ
Transliteration A: exagoreía Transliteration B: exagoreia Transliteration C: eksagoreia Beta Code: e)cagorei/a

English (LSJ)

or ἐξᾰγορ-ία, ἡ, excantation of disease, cure by confession, Ptol.Tetr.170.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): -ρία LXX Psalm.Salom.9.6, Ptol.Tetr.3.13.19
confesión pública como remisión de los pecados καθαριεῖς ἐν ἁμαρτίαις ψυχὴν ... ἐν ἐξαγορίαις LXX l.c., cf. Cyr.Al.M.77.1288C, para tratamiento de enfermedades, Ptol.l.c., como síntoma de enfermedad psíquica κατὰ ... τὰς τῶν ὑγρῶν ὀχλήσεις ... ἐξαγορείαις en las molestias hidrópicas (del cerebro se producen posesiones demónicas y) confesiones Ptol.Tetr.3.15.5, θεοφορίαι καὶ ἐξαγορείαι Ptol.Tetr.3.15.6.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαγορεία: ἡ, = ἐξαγόρευσις ΙΙ, Γεωργ. Παχυμ. Ἀνδρ. Παλ. 2. 10, σ. 89C.

Greek Monolingual

ἐξαγορεία, η (AM) εξαγορεύω
η εκμυστήρευση, η αποκάλυψη μυστικών υπό εχεμύθεια
μσν.
η εξομολόγηση ως μυστήριο.