ἔγεντο
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
English (LSJ)
v. γίγνομαι.
Spanish (DGE)
v. γίγνομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγεντο: ἴδε τὸ ῥῆγμα γίγνομαι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. sync. ao.2 de γίγνομαι.
Greek Monotonic
ἔγεντο: Επικ. αντί ἐγένετο, γʹ ενικ. αόρ. βʹ του γίγνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἔγεντο: и γέντο (= ἐγένετο) Hes., Pind., Theocr. 3 л. sing. aor. 2 к γίγνομαι.