αἱμοφόρυκτος
From LSJ
English (LSJ)
ον, (φορύσσω) defiled with blood, κρέα Od.20.348; ῥεύματα Heraclit.All.42.
Spanish (DGE)
-ον
manchado, contaminado por la sangre κρέα Od.20.348, ῥεύματα Heraclit.All.42.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
souillé de sang, tout sanglant.
Étymologie: αἷμα, φορύσσω.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμοφόρυκτος: -ον, (φορύσσω) = μεμολυσμένος δι’ αἵματος, κρέα, Ὀδ. Υ. 348.
English (Autenrieth)
(φορύσσω): reeking with blood; κρέα, Od. 20.348†.
Greek Monotonic
αἱμοφόρυκτος: -ον (φορύσσω), μολυσμένος, κηλιδωμένος με αίμα· κρέα, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
αἱμοφόρυκτος: замаранный кровью, окровавленный (κρέα Hom.).
Middle Liddell
φορύσσω
defiled with blood, κρέα Od.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἱμοφόρυκτος -ον αἷμα, φορύσσω met bloed bevlekt of besmeurd.