βύβλινος
ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same
English (LSJ)
η, ον, made of βύβλος (of various kinds), ὅπλον νεὸς ἀμφιελίσσης βύβλινον Od.21.391, cf. Hdt.7.25,36; ὑποδήματα, ἱστία, Id.2.37,96; τεύχη Inscr.Prien.114.11 (i B. C.); ἐπιστολαί LXX Is.18.2 (βιβλ-); μασχάλα = papyrus-marsh, Tab.Heracl.1.92; ζυγίδες BGU 544.4 (βιβλ-, ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 467] von Byblus gemacht; Hom. einmal, Odyss. 21, 391 ὅπλον νεὸς ἀμφιελίσσης βύβλινον, ᾧ ῥ' ἐπέδησε θύρας, ein Schiffstau; ἱστία, ὑποδήματα, Her. 2, 96. 37; vgl. βίβλινος.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
fait avec des fibres ou des lamelles de papyrus.
Étymologie: βύβλος.
Greek (Liddell-Scott)
βύβλινος: -η, -ον, (βύβλος) κατασκευασμένος ἐκ βύβλου, ὅπλον νεὸς ἀμφιελίσσης βύβλινον Ὀδ. Φ. 391., πρβλ. Ἡρόδ. 7. 25, 36· ὑποδήματα, ἱστία ὁ ᾳὐτ. 2. 37, 96. – Πρβλ. βίβλινος.
English (Autenrieth)
(βύβλος): made of papyrus; ὅπλον νεός, Od. 21.391†.
Greek Monolingual
βύβλινος, -η, -ον (AM)
κατασκευασμένος από βύβλο, από πάπυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βύβλος (βλ. βίβλινος)].
Greek Monotonic
βύβλινος: -η, -ον (βύβλος), φτιαγμένος από «βύβλο», σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
βύβλῐνος: сделанный из (волокон) папируса (ὅπλον νεός Hom.; ἱστία, ὑποδήματα Her.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βύβλινος -η -ον βύβλος van papyrus.
Middle Liddell
βύβλος
made of byblus, Od., Hdt.