δείδεκτο

From LSJ
Revision as of 19:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δείδεκτο Medium diacritics: δείδεκτο Low diacritics: δείδεκτο Capitals: ΔΕΙΔΕΚΤΟ
Transliteration A: deídekto Transliteration B: deidekto Transliteration C: deidekto Beta Code: dei/dekto

English (LSJ)

δειδέχαται, δειδέχατο, v. δειδίσκομαι;

Spanish (DGE)

v. δειδίσκομαι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. pqp. Pass., au sens d'un impf., de δείκνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

δείδεκτο: δειδέχαται,δειδέχατο,ἴδε ἐν λ. δείκνυμι.

English (Autenrieth)

see δείκνῦμι.

Greek Monotonic

δείδεκτο: γʹ ενικ. υπερσ. του δείκνυμι (σημασία II)· — δειδέχᾰται, δειδέχᾰτο, Επικ. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ.

Russian (Dvoretsky)

δείδεκτο: эп. 3 л. sing. ppf. в знач. impf. med. к δείκνυμι.