εὐποίκιλος
νὺξ βροτοῖσιν οὔτε κῆρες οὔτε πλοῦτος, ἀλλ' ἄφαρ βέβακε, τῷ δ' ἐπέρχεται χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι → starry night abides not with men, nor tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and another hath his turn of gladness, and of bereavement | Starry night does not remain constant with men, nor does tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and to another in his turn come both gladness and bereavement
English (LSJ)
ον, variegated, ἄνθος AP6.154 (Leon. or Gaet.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fortement tacheté.
Étymologie: εὖ, ποικίλος.
Greek (Liddell-Scott)
εὐποίκῐλος: -ον, λίαν ποικίλος, πολυποίκιλος, εὐποίκιλον ἄνθος ὀπώρης Ἀνθ. Π. 6. 154. 5.
Greek Monolingual
εὐποίκιλος, -ον (ΑΜ)
πολυποίκιλος, αυτός που παρουσιάζει πολλές μεταβολές.
Greek Monotonic
εὐποίκῐλος: -ον, πολυποίκιλος, πολύχρωμος, ποικιλόχρωμος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὐποίκῐλος: очень пестрый (ἄνθος Anth.).
Middle Liddell
εὐ-ποίκῐλος, ον
much varied, variegated, Anth.