κακομέλετος
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
ον, (μελέτη) busied with evil, full of evil augury, κ. ἰά A.Pers. 937 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1301] ἰά, Aesch. Pers. 936, nach Schol. θρῆνον ἀμελῆ καὶ ἄμουσον ἔχουσα, Unglück singend, von μέλος od. μελετάω.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui chante des malheurs.
Étymologie: κακός, μελέτη.
Greek (Liddell-Scott)
κακομέλετος: -ον, (μελέτη, οὐχὶ ἐκ τοῦ μέλος) πλήρης κακῶν οἰωνῶν, κακομέλετον ἰὰν Μαριανδυνοῦ θρηνητῆρος Αἰσχύλ. Πέρσ. 936, ἴδε Ἡσύχ. ἐν λ. Μαριανδυνὸς θρῆνος.
Greek Monolingual
κακομέλετος, -ον (Α)
ο γεμάτος κακούς οιωνούς, δυσοίωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + μελετῶ].
Greek Monotonic
κᾰκομέλετος: -ον (μέλομαι), πλήρης, γεμάτος κακούς οιωνούς, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκομέλετος: предвещающий беду, зловещий (ἰά Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακομέλετος -ον [κακός, μελέτη] onheilspellend.