κατάρραφος
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
ον, sewn together, patched, Luc.Ep.Sat.28.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
recousu, raccommodé.
Étymologie: καταρράπτω.
Greek (Liddell-Scott)
κατάρρᾰφος: -ον, κατερραμένος, συνερραμένος, ἐμβαλωμένος, Λουκ. Ἐπ. Κρον. 28.
Greek Monolingual
κατάρραφος, -ον (Α)
αυτός που έχει πολλές ραφές ή πολλά μπαλώματα («ὁλόχρυσον μὲν τὰ ἔξω, κατάρραφον δὲ τὰ ἔνδον», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ρραφος < (ραφή), πρβλ. πολύρραφος, υπόρραφος].
Greek Monotonic
κατάρρᾰφος: -ον, συρραμμένος, μπαλωμένος, αποτελούμενος από ενωμένα κομμάτια, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάρραφος -ον [καταρράπτω] opgelapt.
Russian (Dvoretsky)
κατάρρᾰφος: зашитый или заплатанный (sc. ἐσθής) Luc.
Middle Liddell
κατάρρᾰφος, ον
sewn together, patched, Luc.