κεκμηώς
From LSJ
διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water
English (LSJ)
ότος and ῶτος, Ep. pf. part. Act. of κάμνω. κέκνακεν· ὑπὸ κακῶν ἀπειρήκει, Hsch.
French (Bailly abrégé)
ῶτος;
mais acc. pl. κεκμηότας;
part. pf. épq. de κάμνω.
Greek (Liddell-Scott)
κεκμηώς: ότος καὶ ῶτος, Ἐπικ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ κάμνω.
English (Autenrieth)
see κάμνω.
Greek Monolingual
κεκμηώς, -ότος και -ώτος (Α)
επικ. τ. μτχ. ενεργ. παρακμ. του κάμνω, αντί κεκμηκώς.
Russian (Dvoretsky)
κεκμηώς: ῶτος эп. part. pf. к κάμνω.