μαλακόκισσος
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
English (LSJ)
ὁ, = μῖλαξ λεία, Gp.2.6.31.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
grand liseron plante, autre nom du σμῖλαξ λεῖα.
Étymologie: μαλακός, κισσός.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰλᾰκόκισσος: ὁ, εἶδος κισσοῦ λείου ἢ περιπλοκάδος, Γεωπ. 2. 6, 31.
Greek Monolingual
μαλακόκισσος, ὁ (Μ)
το φυτό σμίλαξ η λεία.