λαθυρίς
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ίδος, ἡ, caper spurge, Euphorbia Lathyris, Dsc.4.166, Gal. 12.56, 14.208, al.
German (Pape)
[Seite 6] ίδος, ἡ, eine Pflanze, eine Art Wolfsmilch, Diosc.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
tithymale ou épurge, plante.
Étymologie: DELG étym. ignorée.
Greek (Liddell-Scott)
λαθυρίς: -ίδος, ἡ, εἶδος τιθυμάλου («γαλατσίδας»), Διοσκ. 4. 167, Γαλην.