μεμηχανημένως

From LSJ
Revision as of 22:48, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεμηχᾰνημένως Medium diacritics: μεμηχανημένως Low diacritics: μεμηχανημένως Capitals: ΜΕΜΗΧΑΝΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: memēchanēménōs Transliteration B: memēchanēmenōs Transliteration C: memichanimenos Beta Code: memhxanhme/nws

English (LSJ)

Adv. (μηχανάομαι) by stratagem, E.Ion809.

German (Pape)

[Seite 129] listiger Weise, Eur. Ian 809.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec fourberie.
Étymologie: μεμηχανημένος, part. pf. de μηχανάομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μεμηχᾰνημένως: Ἐπίρρ., (μηχανάομαι) διὰ στρατηγήματος, Εὐρ. Ἴων 809.

Greek Monolingual

μεμηχανημένως (Α)
επίρρ. με πανούργο τρόπο, δόλια («μεμηχανημένως ὑβριζόμεθα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεμηχανημένος, μτχ. μέσ. παρακμ. του ρ. μηχανῶμαι].

Greek Monotonic

μεμηχᾰνημένως: επίρρ. από μτχ. παρακ. του μηχανάομαι, με στρατηγικό τέχνασμα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μεμηχᾰνημένως: хитростью, коварно Eur.

Middle Liddell

[adverb perf. part. of μηχανάομαι
by stratagem, Eur.

English (Woodhouse)

(see also: μηχανάομαι) by treachery

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search