σκηνογράφος

From LSJ
Revision as of 08:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκηνόγρᾰφος Medium diacritics: σκηνογράφος Low diacritics: σκηνογράφος Capitals: ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: skēnográphos Transliteration B: skēnographos Transliteration C: skinografos Beta Code: skhno/grafos

English (LSJ)

(parox.), ὁ, scene-painter, D.L.2.125.

German (Pape)

[Seite 895] die Schaubühne ausmalend; ὁ σκ., der Theatermaler, Perspectivenmaler, Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
décorateur de théâtre.
Étymologie: σκηνή, γράφω.

Greek (Liddell-Scott)

σκηνογράφος: [ᾰ], ὁ, ὁ ζωγραφῶν σκηνάς, Διογ. Λ. 2. 125.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
καλλιτέχνης που ασχολείται με τη σκηνογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + -γράφος].

Greek Monotonic

σκηνογράφος: [ᾰ], ὁ (γράφω), αυτός που ζωγραφίζει τα σκηνικά του θεάτρου.

Russian (Dvoretsky)

σκηνογράφος: (ᾰ) ὁ театральный живописец, декоратор Diog. L.

Middle Liddell

σκηνο-γρᾰ́φος, ὁ, γράφω
a scene-painter.