τεράζω

From LSJ
Revision as of 09:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεράζω Medium diacritics: τεράζω Low diacritics: τεράζω Capitals: ΤΕΡΑΖΩ
Transliteration A: terázō Transliteration B: terazō Transliteration C: terazo Beta Code: tera/zw

English (LSJ)

or (acc. to Hdn.Gr.1.443) τερᾴζω, interpret portents or prodigies, A.Ag.125 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1092] Zeichen deuten, auslegen, weissagen, οὕτω δ' εἶπε τεράζων, Aesch. Ag. 124. Auch = τερατεύομαι, Phot. lex.

French (Bailly abrégé)

interpréter des présages, prophétiser.
Étymologie: τέρας.

Greek (Liddell-Scott)

τεράζω: ἢ (κατὰ τὸν Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 23) τερᾴζω, τερατεύω, ἑρμηνεύω τὰ τέρατα, δηλ. τὰ σημεῖα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 125, πρβλ. ματάζω, σφαδάζω.

Greek Monolingual

και τερᾴζω, Α τέρας
ερμηνεύω, εξηγώ θεϊκά σημάδια.

Greek Monotonic

τεράζω: ή τερᾴζω, μόνο στον ενεστ., (τέρας), ερμηνεύω τους οιωνούς ή τα φαινόμενα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

τεράζω, only in pres.] τέρας
to interpret portents or prodigies, Aesch.