τιτήνη
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
ἡ, = βασιλίς, A.Fr.272 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1120] ἡ, fem. zu τίταξ, Hesych. aus Aesch. frg. 255.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
reine.
Étymologie: v. τίταξ.
Greek (Liddell-Scott)
τιτήνη: ἡ, = βασιλίς, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 266, «τιτῆναι· βασιλίδες» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βασίλισσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < Τιτᾶνες / Τιτῆνες, κατά τα πρωτόκλιτα θηλυκά σε -η].
Russian (Dvoretsky)
τῑτήνη: ἡ царица Aesch.