ἀνθοφορέω
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
A gather honey from flowers, of bees, Arist.HA625b19. II pioduce flowers, AP10.16 (Theaet.). III to be an ἀνθοφόρος ΙΙ, IG12(8).553 (Thasos) (-ίσασα lapis).
Spanish (DGE)
I 1sacar miel de las flores, libar las abejas, Arist.HA 625b19.
2 producir flores de un cultivo AP 10.16 (Theaet.).
II ser ἀνθοφόρος, sacerdotisa de Deméter, IG 12(8).553 (Tasos).
III llevar una corona de flores fig. ἀνθοφορούστῃ καὶ ἑταιρούσῃ μουσικῇ de la música que se toca en los burdeles, Clem.Al.Paed.2.4.44.
German (Pape)
[Seite 233] Blumen tragen, Arist. H. A. 9, 40; Theaet. Schol. 2 (X, 16).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 porter ou produire des fleurs;
2 recueillir le suc des fleurs;
3 porter une robe brodée.
Étymologie: ἀνθοφόρος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθοφορέω: φέρω μέλι ἀπὸ τῶν ἀνθέων, ἐπὶ μελισσῶν, αἱ μὲν ἀνθοφοροῦσιν, αἱ δὲ ὑδροφοροῦσιν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 32. ΙΙ. φέρω, παράγω ἄνθη, λήιον ἐκ ῥοδέων ἀνθοφορεῖ καλύκων Ἀνθ. ΙΙ. 10. 16. 2) ὡς τὸ ἄνθινα φορεῖν, φορῶ ἀνθηρὰν καὶ πεποικιλμένην ἐσθῆτα, διάγω ὡς ἑταίρα, Κλήμ. Ἀλ. 195.
Greek Monotonic
ἀνθοφορέω: μέλ. -ήσω, φέρω, κουβαλώ λουλούδια, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθοφορέω:
1) приносить цветы, цвести (λήϊον ἀνθοφορεῖ Anth.);
2) собирать мед с цветов (αἱ μέλιτται ἀνθοφοροῦσιν Arst.).