ἀπερίοπτος

From LSJ
Revision as of 13:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπερίοπτος Medium diacritics: ἀπερίοπτος Low diacritics: απερίοπτος Capitals: ΑΠΕΡΙΟΠΤΟΣ
Transliteration A: aperíoptos Transliteration B: aperioptos Transliteration C: aperioptos Beta Code: a)peri/optos

English (LSJ)

ον, unregarding, reckless of, πάντων Th.1.41, J.AJ19.1.11: abs., Onos.1.22. Adv.-τως Poll.3.117.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no se cuida, que no da importancia, no atento c. gen. τῶν ἁπάντων ἀπερίοπτοί εἰσι παρὰ τὸ νικᾶν Th.1.41, cf. I.AI 19.72, τῶν πολεμικῶν σφαλμάτων D.C.Epit.8.26.6
c. inf. ἀπερίοπτον (sc. ἐστι) no tiene importancia, es indiferente Onas.1.22.
2 inaprensible εἰκὸς αὐτὴν μὲν τὴν οὐσίαν ἀ. εἶναι παντί Basil.M.29.544B.
II adv. -ως descuidadamente Poll.3.117.

German (Pape)

[Seite 288] nicht um sich schauend, sich um etwas nicht kümmernd, ἁπάντων Thuc. 1, 41 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
indifférent à.
Étymologie: , περιόψομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερίοπτος: -ον, ὀλίγωρος, ἀμέριμνος, τῶν πάντων ἀπερίοπτοί εἰσι παρὰ τὸ νικᾶν, τῶν πάντων ὀλιγωροῦσιν ἵνα νικήσωσι, Θουκ. 1. 41. ― Ἐπίρρ. -τως Πολυδ. Γ΄, 117.

Greek Monolingual

ἀπερίοπτος, -ον (Α)
αυτός που δεν προσέχει γύρω του, αμέριμνος.

Greek Monotonic

ἀπερίοπτος: -ον (περιόψομαι, μέλ. του περιοράω), αμέριμνος, αμελής, πάντων, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπερίοπτος: не обращающий внимания, пренебрегающий (τινος Thuc.).

Middle Liddell

[περιόψομαι, fut. of περιοράω
unregarding, reckless of, πάντων Thuc.