ἀπομαστιγόω
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
scourge severely, Hdt.3.29, 8.109.
Spanish (DGE)
dar latigazos ὃς καὶ τὴν θάλασσαν ἀπεμαστίγωσε Hdt.8.109, τοὺς ἱερέας Hdt.3.29, δοῦλον D.C.60.12.2.
German (Pape)
[Seite 314] ab-, durchpeitschen, Her. 8, 109.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
fouetter durement.
Étymologie: ἀπό, μαστιγόω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομαστῑγόω: ἰσχυρῶς μαστιγώνω, Ἡρόδ. 3. 29, 8. 109.
Greek Monotonic
ἀπομαστῑγόω: μέλ. -ώσω, μαστιγώνω με σκληρότητα, με βαναυσότητα, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπομαστῑγόω: сечь плетью, пороть Her.