ἐκθεραπεύω

From LSJ
Revision as of 14:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκθερᾰπεύω Medium diacritics: ἐκθεραπεύω Low diacritics: εκθεραπεύω Capitals: ΕΚΘΕΡΑΠΕΥΩ
Transliteration A: ektherapeúō Transliteration B: ektherapeuō Transliteration C: ektherapeyo Beta Code: e)kqerapeu/w

English (LSJ)

strengthened for θεραπεύω: 1 cure perfectly, Plb.3.88.1, Agath.1.15:—Med., get oneself quite cured, Hp.Vict.3.83. 2 gain over, Aeschin.1.169, D.S.14.19, Plu.Sol.31, PSI6.614.5(iii B.C.), Agath.Praef.p.137D.; τινὰς φιλανθρωπίαις D.H.5.76:—Pass., παρὰ τῶν κληρονόμων Cod.Just.1.3.45.6. 3 Pass., to be complied with, Agath.5.10.

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. ἐχθ- PSI 614.5 (III a.C.)
1 medic. curar perfectamente, dar un tratamiento completo (ἡ σάρξ) θερμαίνεταί τε καὶ ἀλγεῖ ... ἢν μή τις ἐκθεραπεύσῃ ὀρθῶς Hp.Vict.2.66, τῇ διαίτῃ τῇ αὐτέῃ ἐκθεραπεύειν Hp.Mul.2.133, τὰ ... ἀνυστὰ νοσήματα Hp.Morb.1.6, τὴν καχεξίαν αὐτῶν (τῶν ἵππων) Plb.3.88.1, γένος (φαρμάκων) ἐκθεραπεύειν δυνάμενον ἕλκη Gal.12.707, cf. 14.647
en v. med.-pas. seguir totalmente un tratamiento οὐ χρὴ προΐεσθαι ἐς τοῦτο, ἀλλ' ἐκθεραπεύεσθαι πρότερον ὧδε no hay que dejarse llegar a ese punto, sino antes seguir bien el siguiente tratamiento Hp.Vict.3.83, cf. 70, ὅταν ... ἐκ τῶν βαλανείων ἐκθεραπεύηται Gal.9.356
fig. ὡς ἂν ... τὸ δεδιὸς ἐκθεραπεύσοι por ver si podía disipar del todo el miedo Agath.1.15.11, en v. pas. μοι ... ὁ τῆς ἱστορίας ἐκτεθεράπευται νόμος las reglas de composición histórica están respetadas por mí Agath.5.10.7.
2 granjearse, lisonjear τὸν παῖδα (τὸν Ἀλέξανδρον) Aeschin.1.169, καλῶς ποιήσεις ἐχθεραπεύσας αὐτόν PSI l.c., τοὺς στρατιώτας D.S.14.19, cf. D.H.5.76, τοὺς τὸ συνέδριον συνέχοντας D.S.40.1, πολλαῖς κολακείαις ... τοὺς ἀπόρους D.H.4.40, cf. I.AI 15.205, τὸν Σόλωνα Plu.Sol.31, τὸ ἀεὶ κρατοῦν Agath.proem.19, en v. pas. οὕτως ἐξεθεραπεύθησαν (οἱ δημόται) ὑπ' αὐτοῦ ταῖς εὐεργεσίαις D.H.4.3.

French (Bailly abrégé)

se concilier à force de soins : τινά τινι qqn par qch (présents, etc.).
Étymologie: ἐκ, θεραπεύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκθερᾰπεύω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ θεραπεύω: 1) ἐντελῶς θεραπεύω, Πολύβ. 3. 88, 1. - Μεσ. ἐντελῶς θεραπεύομαι, λαμβάνω θεραπείαν, Ἱππ. 374, 55. 2) διὰ θεραπειῶν καθιστῶ τινα φίλον μου, Αἰσχίν. 24. 15, Πλουτ. Σόλων 31.

Greek Monolingual

ἐκθεραπεύω (Α)
1. θεραπεύω εντελώς
2. με περιποιήσεις κάνω φίλο μου κάποιον.

Greek Monotonic

ἐκθερᾰπεύω: μέλ. -σω, επιτετ. αντί θεραπεύω, θεραπεύω εντελώς, σε Αισχίν, Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκθερᾰπεύω:
1) совершенно вылечивать, исцелять (τὴν καχεξίαν τινός Polyb.);
2) заботами снискивать привязанность, привязывать к себе (τινά Aeschin., Diod., Plut.).

Middle Liddell

fut. σω strengthened for θεραπεύω
to gain over entirely, Aeschin., Plut.