friendly
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. φίλιος, εὔνους, εὐμενής, ἵλεως, πρόθυμος, φιλάνθρωπος, προσφιλής, φιλόφρων (Xen.), P. εὐνοϊκός, οἰκεῖος, ἐπιτήδειος, φιλικός, Ar. and V. εὔφρων, φίλος, πρόφρων, V. πρευμενής. In a friendly way: P. and V. εὐμενῶς, φιλοφρόνως (Plat.), προσφιλώς (Plat.), P. φιλικῶς, εὐνοϊκῶς, φιλανθρώπως, V. εὐφρόνως, φίλως (also Xen. but rare P.), πρευμενῶς, Ar. and P. οἰκείως. Be friendly to, v.: P. and V. εὐνοεῖν (dat.); see side with. Friendly society: P. ἔρανος, ὁ. Contributor to a friendly society: P. πληρωτὴς ἐράνου, ὁ (Dem. 574).