ἐξαγινέω
From LSJ
English (LSJ)
Ion. for ἐξάγω, lead forth, τινὰ ἐς γυμνάσια Hdt.6.128.
Spanish (DGE)
guiar, desviar hacia, encaminar ἐς γυμνάσιά τε ἐξαγινέων ὅσοι ἦσαν ... Hdt.6.128.
German (Pape)
[Seite 861] ion. = ἐξάγω, Her. 6, 128.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἐξάγω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰγῑνέω: Ἰων. ἀντὶ ἐξάγω, καὶ ἐς γυμνάσια ἐξαγινέων Ἡρόδ. 6. 128.
Greek Monolingual
ἐξαγινέω (Α)
ιων. τ. αντί του εξάγω («καὶ ἐς γυμνάσια ἐξαγινέων», Ηρόδ.).
Greek Monotonic
ἐξᾰγῑνέω: Ιων. αντί ἐξάγω, κάνω κάποιον να προχωρήσει, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξᾰγῑνέω: (= ἐξάγω) выводить, приводить (ἐς γυμνάσιά τινα Her.).