ἐχθρία

From LSJ
Revision as of 15:42, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν ἃ μὴ πρέπει → it's better to keep silence than to say what's not appropriate (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχθρία Medium diacritics: ἐχθρία Low diacritics: εχθρία Capitals: ΕΧΘΡΙΑ
Transliteration A: echthría Transliteration B: echthria Transliteration C: echthria Beta Code: e)xqri/a

English (LSJ)

ἡ, late form of ἔχθρα, LXX Ge.26.21.

German (Pape)

[Seite 1125] ἡ, = ἔχθρα; θεοῖς ἐχθρία Dem. 22, 59 (v.l. ἔχθρα), wofür Ar. Vesp. 418 als ein Wort θεοισεχθρία geschrieben ist.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
haine contre, τινι.
Étymologie: ἐχθρός.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχθρία: ἡ, μεταγεν. τύπος τοῦ ἔχθρα, Ἑβδ. (Γέν. ΚϚ΄, 21)· πρβλ. θεοσεχθρία.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἐχθρία, Μ και ἐχριά και ὀχθριά και ὀχτριά) εχθρός
(μεταγ. τ. του έχθρα) έχθρα, μίσος.

Russian (Dvoretsky)

ἐχθρία:вражда, ненависть (θεοῖς ἐ. Dem. - v.l. к θεοισενθρία).