ἱράομαι
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
English (LSJ)
Ion. for ἱεράομαι. ἱρέα, ἱρέη, ἱρεία, ἱρηΐη, v. ἱέρεια. ἴρερος, v.l. for εἴρερος. ἱρεύς, ἱρεύω, ἱρήϊον, Ion. and Ep. for ἱερ-.
German (Pape)
[Seite 1262] = ἱεράομαι, ion.. wie ἱρεύς, ἱρεύω.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἱεράω.
Greek (Liddell-Scott)
ἱράομαι: Ἰων. ἀντὶ ἱεράομαι.
Greek Monotonic
ἱράομαι: Ιων. αντί ἱεράομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἱράομαι: ион. = ἱεράομαι.