guileful
From LSJ
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. ποικίλος. πανοῦργος, ἐπίτριπτος, πυκνός, Ar. and V. δόλιος, αἱμύλος (acc. in Plat.), παλιντριβής, μηχανορράφος. Fem. adj.: V. δολῶπις.