ὑπονυστάζω
From LSJ
Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst
English (LSJ)
nod a little, fall asleep gradually, Pl.Smp.223d, Plu. 2.178f.
German (Pape)
[Seite 1227] (s. νυστάζω), ein wenig od. leise nicken, allmälig einschlafen; Plat. Conv. 223 d; Philostr.
French (Bailly abrégé)
sommeiller en penchant la tête.
Étymologie: ὑπό, νυστάζω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπονυστάζω: νυστάζω ὀλίγον, κυριεύομαι ὑπὸ ὕπνου, Πλάτ. Συμπ. 223D, Πλούτ. 2. 178F.
Greek Monolingual
Α νυστάζω
νυστάζω λίγο ή νυστάζω βαθμιαία, σιγά σιγά.
Greek Monotonic
ὑπονυστάζω: μέλ. -ξω, κυριεύομαι από ύπνο, αποκοιμιέμαι σταδιακά, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπονυστάζω: подремывать, дремать Plat., Plut.