ὠχρότης

From LSJ
Revision as of 18:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠχρότης Medium diacritics: ὠχρότης Low diacritics: ωχρότης Capitals: ΩΧΡΟΤΗΣ
Transliteration A: ōchrótēs Transliteration B: ōchrotēs Transliteration C: ochrotis Beta Code: w)xro/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, pallor, Pl.R.474e; χρόας Luc.Icar.5; opp. μελανία, Arist.Cat.9b22: pl., Plu.2.84e; opp. ἐρυθήματα, Arist.MA 701b31.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
pâleur.
Étymologie: ὠχρός.

Greek (Liddell-Scott)

ὠχρότης: -ητος, ἡ, ἡ ἰδιότης τοῦ ὠχροῦ, «κιτρινάδα», Πλάτ. Πολ. 474Ε· χρόας Λουκ. Ἱκαρομέν. 5· ἀντίθετ. τῷ μελανία, Ἀριστ. Κατηγ. 8, 14· ἐν τῷ πληθ., ἀντίθετ. τῷ ἐρυθήματα, ὁ αὐτ. π. Ζ. Κινήσεως 7, 12.

Greek Monotonic

ὠχρότης: -ητος, ἡ, ωχρότητα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὠχρότης: ητος ἡ изжелта-бледный цвет, восковая бледность Plat., Arst., Plut., Luc.

Middle Liddell

ὠχρότης, ητος, ἡ, [from ὠχρός
paleness, Plat.