διαπολέμησις
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
English (LSJ)
εως, ἡ, finishing of a war, Id.7.42.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
conclusión de la lucha ξυντομωτάτη ... δ. la forma más breve de ganar la guerra Th.7.42, cf. Poll.9.142.
German (Pape)
[Seite 596] ἡ, das Beenden des Krieges, Thuc. 7, 42.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
achèvement d'une guerre.
Étymologie: διαπολεμέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαπολέμησις -εως, ἡ [διαπολεμέω] beëindiging van de oorlog.
Russian (Dvoretsky)
διαπολέμησις: εως ἡ окончание войны Thuc.
Greek Monotonic
διαπολέμησις: -εως, ἡ, τελείωμα, ολοκλήρωση του πολέμου, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
διαπολέμησις: -εως, ἡ, τελείωσις, τέλος τοῦ πολέμου, Θουκ. 7. 42.
Middle Liddell
διαπολέμησις, εως n [from διαπολεμέω
a finishing of the war, Thuc.