κρεουργία

From LSJ
Revision as of 20:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεουργία Medium diacritics: κρεουργία Low diacritics: κρεουργία Capitals: ΚΡΕΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: kreourgía Transliteration B: kreourgia Transliteration C: kreourgia Beta Code: kreourgi/a

English (LSJ)

ἡ, cutting up, butchering, Πέλοπος Luc. Salt.54.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
dépècement de la chair, de la viande.
Étymologie: κρεουργός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεουργία -ας, ἡ [κρεουργός] slachtpartij.

Russian (Dvoretsky)

κρεουργία:разрубание мяса, нарезание мяса для пира Luc.

Greek Monolingual

η (Α κρεουργία) κρεουργώ
κόψιμο κρέατος σε τεμάχια
νεοελλ.
ανηλεής σφαγή ανθρώπων.

Greek Monotonic

κρεουργία: ἡ, κατακρεούργηση, κατακόψιμο.

Greek (Liddell-Scott)

κρεουργία: ἡ, τὸ κρεουργεῖν, τὸ κόψιμον εἰς κομμάτια, ἡ Πέλοπος κρεουργία Λουκ. περὶ Ὀρχήσ. 54.

Middle Liddell

κρεουργία, ἡ,
a cutting up, butchering. [from κρεουργός