παρακαθέζομαι

From LSJ
Revision as of 21:09, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320

German (Pape)

[Seite 480] (s. ἕζομαι), sich daneben oder dabei niedersetzen, daneben oder dabei niedersitzen, τινί, Plat. Charmid. 153 e; Ar. Plut. 727; Xen. Mem. 4, 2, 8; Sp., auch παρακαθεσθείς.

French (Bailly abrégé)

s'asseoir ou se tenir assis à côté de, auprès de, τινι.
Étymologie: παρά, καθέζομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρακαθέζομαι zie παρακαθίζω.

Russian (Dvoretsky)

παρακαθέζομαι: садиться или сидеть рядом (τινι Plat., Arph., Xen., Plut.).

Greek Monolingual

Α
κάθομαι δίπλα σε κάποιον («παρακαθεζόμενος οὖν ἠσπαζόμην τον τε Κριτίαν», Πλάτ.).

Greek (Liddell-Scott)

παρακαθέζομαι: ἀποθ., καθέζομαι πλησίον, Πλουτ. Ἀρτοξ. 26· ὅρα καθέζομαι.

Chinese

原文音譯:parakaq⋯zw 爬拉-卡特-衣索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在旁-向下-安頓妥
字義溯源:靠近坐,坐,坐⋯旁;由(παρά)*=旁,出於)與(καθίζω)=坐下)組成;其中 (καθίζω)出自(καθέζομαι)=就座),而 (καθέζομαι)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἑδραῖος)=坐定的)組成, (ἑδραῖος)出自(Ἑζεκίας)X*=坐)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 坐⋯旁(1) 路10:39