τωθασμός

From LSJ
Revision as of 00:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τωθασμός Medium diacritics: τωθασμός Low diacritics: τωθασμός Capitals: ΤΩΘΑΣΜΟΣ
Transliteration A: tōthasmós Transliteration B: tōthasmos Transliteration C: tothasmos Beta Code: twqasmo/s

English (LSJ)

ὁ, scoffing, jeering, Arist. Pol.1336b17, D.H.3.71, Ph.2.83, Suid.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
moquerie, raillerie, injure.
Étymologie: τωθάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τωθασμός -οῦ, ὁ [τωθάζω] bespotting.

Russian (Dvoretsky)

τωθασμός:насмешка, осмеяние Arst.

Greek (Liddell-Scott)

τωθασμός: ὁ, ἐμπαιγμός, μυκτηρισμός, ἐπιμελὲς ἔστω τοῖς ἄρχουσι μηθὲν μήτε ἄγαλμα μήτε γραφὴν εἶναι τοιούτων πράξεων (δηλ. ἀσχημόνων) μίμησιν, εἰ μὴ παρά τισι θεοῖς τοιούτοις οἷς καὶ τὸν τωθασμὸν ἀποδίδωσιν ὁ νόμος Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 10, Σουΐδ. ἐν λέξ. Ἀδάμ.

Greek Monolingual

ὁ, Α τωθάζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τωθάζω.

Greek Monotonic

τωθασμός: ὁ, εμπαιγμός, χλευασμός, σε Αριστ.

Middle Liddell

τωθασμός, οῦ, ὁ,
scoffing, jeering, Arist.