καρρέζουσα
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
English (LSJ)
Ep. for καταρρέζουσα, Il.5.424.
French (Bailly abrégé)
part. prés. fém. épq. de καταρρέζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καρρέζουσα ep. ptc. f. sing. van καταρρέζω.
Russian (Dvoretsky)
καρρέζουσα: эп. part. praes. f к καταρρέζω.
Greek (Liddell-Scott)
καρρέζουσα: Ἐπικ. ἀντὶ καταρρέζουσα, Ἰλ. Ε. 424· ἴδε καταρρέζω.
English (Autenrieth)
see καταρρέζω.
Greek Monotonic
καρρέζουσα: Επικ. αντί καταρρ-, θηλ. μτχ. του καταρρέζω.