Σπερχειός
From LSJ
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
le Spercheios, propr. « le rapide », fl. de Thessalie.
Étymologie: σπέρχω.
Russian (Dvoretsky)
Σπερχειός: ион. Σπερχηϊός ὁ Сперхей (река в южн. Фессалии) Hom., Her.
Greek (Liddell-Scott)
Σπερχειός: ὁ, δηλ. ὁ ὁρμητικός, ὁ σπεύδων (ἐκ τοῦ σπέρχω), ποταμὸς τῆς Θεσσαλίας, Ἰλ.
English (Autenrieth)
Spercheius, a river in Thessaly; as river-god the father of Menestheus, Il. 16.174, , Il. 23.144.
Greek Monotonic
Σπερχειός: ὁ, ο Σπερχειός, δηλ. Ορμητικός (από σπέρχω), ποταμός της Θεσσαλίας, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
Σπερχειός, οῦ, ὁ,
the Spercheius, i. e. rapid (from σπέρχὠ, a river of Thessaly, Il.