διπόταμος

From LSJ
Revision as of 12:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διπότᾰμος Medium diacritics: διπόταμος Low diacritics: διπόταμος Capitals: ΔΙΠΟΤΑΜΟΣ
Transliteration A: dipótamos Transliteration B: dipotamos Transliteration C: dipotamos Beta Code: dipo/tamos

English (LSJ)

ον, between two rivers, πόλις E.Supp.621 (lyr.).

Spanish (DGE)

(δῐπόταμος) -ον que tiene dos ríos πόλις E.Supp.621.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
baigné par deux fleuves.
Étymologie: δίς, ποταμός.

Russian (Dvoretsky)

διπότᾰμος: двуречный, омываемый двумя реками (πόλις Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

δῐπότᾰμος: -ον, ὁ μεταξὺ δύο ποταμῶν, πόλις Εὐρ. Ἱκέτ. 621· πρβλ. διθάλασσος.

Greek Monotonic

δῐπότᾰμος: -ον, αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ποταμών, σε Ευρ.

Middle Liddell

δῐ-πότᾰμος, ον adj
between two rivers, Eur.