κυματοφθόρος
From LSJ
ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone
English (LSJ)
ον, plundering by sea, ἁλιαίετος E.Fr.636 (κυματότροφος fed from the sea, Ruhnk.).
German (Pape)
[Seite 1530] auf den Wellen, dem Meere vernichtend, Eur. frg. Polyid. 1, l. d., s. Valck. diatr. p. 202.
Russian (Dvoretsky)
κῡμᾰτοφθόρος: опустошающий море, т. е. охотящийся на море (ἁλιαίετος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
κῡμᾰτοφθόρος: -ον, ἐν τῇ θαλάσσῃ φέρων καταστροφήν, φθοράν, ἁλιαίετος Εὐρ. Ἀποσπ. 637· ἔνθα ὁ Ruhnk, εἰκάζει κυματότροφος, τρεφόμενος ὑπὸ τῶν κυμάτων τῆς θαλάσσης.
Greek Monolingual
κυματοφθόρος, -ον (Α)
αυτός που αφανίζει κάποιον ή κάτι στη θάλασσα, που φέρνει καταστροφή, φθορά στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -φθόρος (< φθορά), πρβλ. σωματοφθόρος, ψυχοφθόρος.