οἰκότως

From LSJ
Revision as of 15:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκότως Medium diacritics: οἰκότως Low diacritics: οικότως Capitals: ΟΙΚΟΤΩΣ
Transliteration A: oikótōs Transliteration B: oikotōs Transliteration C: oikotos Beta Code: oi)ko/tws

English (LSJ)

Ion. for ἐοικότως, reasonably, probably, Hdt.2.25, 7.50.

French (Bailly abrégé)

adv.
ion. c. ἐοικότως.

Russian (Dvoretsky)

οἰκότως: adv. ион. = ἐοικότως.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκότως: Ἰων. ἀντὶ ἐοικότως, ἐπίρρ. μετοχ. πρκμ. τοῦ οἰκὼς (ἀντὶ ἐοικώς), λογικῶς, πιθανῶς, Ἡρόδ. 2. 25., 7. 50.

Greek Monolingual

οἰκότως (Α)
(επίρρ. ιων. τ. αντί ἐοικότως) πιθανώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐοικότως (βλ. λ. έοικα)].

Greek Monotonic

οἰκότως: Ιων. επίρρ., από μτχ. παρακ. του οἰκώς (αντί ἐοικώς), εύλογα, πιθανόν, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

[ionic adv. part. perf. of οἰκώς for ἐοικώς
reasonably, probably, Hdt.