ποθόβλητος

From LSJ
Revision as of 15:21, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποθόβλητος Medium diacritics: ποθόβλητος Low diacritics: ποθόβλητος Capitals: ΠΟΘΟΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: pothóblētos Transliteration B: pothoblētos Transliteration C: pothovlitos Beta Code: poqo/blhtos

English (LSJ)

ον, A love-stricken, Nonn.D.4.225, AP6.71 (Paul. Sil.), 9.620 (Id.). II Act., causing desire, Nonn.D.15.235, al.

German (Pape)

[Seite 645] von Verlangen, Sehnsucht, Liebe getroffen, verwundet; ἔργα, Paul. Sil. 41. 63 (VI, 71. IX, 620), u. a. sp. D., wie Nonn. D. 8, 254. 10, 268.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
atteint d'un désir passionné.
Étymologie: πόθος, βάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ποθόβλητος: уязвленный страстью, раненый любовью Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ποθόβλητος: -ον, ὑπὸ πόθου βληθείς, ἐρωτόληπτος, Ἀνθ. Π. 6. 71., 9. 620, Νόνν. Δ. 4. 225.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. βληθείς, χτυπημένος, τραυματισμένος από πόθο («ποθοβλήτου Ἀναξαγόρα», Σιλεντ.)
2. αυτός που διεγείρει, που προκαλεί τον πόθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόθος + -βλητος (< βάλλω «χτυπώ»), πρβλ. κεραυνό-βλητος].

Greek Monotonic

ποθόβλητος: -ον, ερωτοχτυπημένος, σε Ανθ.

Middle Liddell

ποθό-βλητος, ον,
love-stricken, Anth.