marriage
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
English > Greek (Woodhouse)
subs.
P. and V. γάμος, ὁ, P. τὰ γαμικά, V. νυμφεῖα, τά, νύμφευμα, τό, εὐνήματα, τά, Ar. and V. ὑμέναιος, ὁ, or use V. λέχος, τό, or pl., λέκτρον, τό, or pl., εὐνή, ἡ, or pl.; see also alliance. Of marriage, adj.: P. and V. νυμφικός (Plat.), Ar. and P. γαμικός, Ar. and V. γαμήλιος, V. νυμφευτήριος, Ar. νυμφίδιος.