σκληρόφθαλμος

From LSJ
Revision as of 15:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκληρόφθαλμος Medium diacritics: σκληρόφθαλμος Low diacritics: σκληρόφθαλμος Capitals: ΣΚΛΗΡΟΦΘΑΛΜΟΣ
Transliteration A: sklēróphthalmos Transliteration B: sklērophthalmos Transliteration C: sklirofthalmos Beta Code: sklhro/fqalmos

English (LSJ)

ον, having hard dry eyes, opp. ὑγρόφθαλμος, Arist.HA505b1, PA648a17, al., Thphr.Sens.36; also σ. ὄμματα Arist.HA526a9.

German (Pape)

[Seite 901] mit harten, starren Augen; Arist. H. A. 2, 13; Ggstz von ὑγρόφθαλμος, part. anim. 2, 2.

Russian (Dvoretsky)

σκληρόφθαλμος:
1) обладающий твердыми глазными яблоками (ζῷα Arst.);
2) (о глазах), твердый, жесткий, (на ощупь) (ὄμματα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

σκληρόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων τραχεῖς (ἀκινήτους) ὀφθαλμούς, ἀντίθετον τῷ ὑγρόφθαλμος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 12, π. Ζ. Μορ. 2. 2, 8, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως, σκλ. ὄμματα π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2. 10.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει σκληρά, δηλαδή δυσκίνητα ή και ακίνητα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + ὀφθαλμός.